- καλαμοζάχαρο
- τοη ζάχαρη που βγαίνει από το ζαχαροκάλαμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαμοσάκχαρο — και καλαμοζάχαρο, το (χημ) η ζάχαρη που προέρχεται από ζαχαροκάλαμο … Dictionary of Greek